- απαγάγω
- entführen [Person]
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ἀπαγάγω — ἀπάγω lead away aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάγω — απάγω, απήγαγα βλ. πίν. 135 Σημειώσεις: απάγω : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο τύπος απαγάγω στον ενεστώτα (βλ. και το ανάλογο φαινόμενο του κατάσχω, που προήλθε από τον αόριστο του κατέχω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής